- αρτίτοκος
- ἀρτίτοκος, -ον (Α)1. ο νεογέννητος2. αυτός που γεννήθηκε υγιής και αρτιμελής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτί- + -τοκος < τόκος. Ο τ. προπαροξύνεται λόγω της παθητικής του σημασίας, αντίθετα προς τον παροξύτονο, ενεργητικής, μεταβατικής σημασίας τ. αρτιτόκο, βλ. λ. (πρβλ. επίσης ακρόβολος, ακροβόλος, πρωτότοκος, πρωτοτόκος)].
Dictionary of Greek. 2013.